- ασκανδάλιστος
- και ασκαντάλιστος, -η, -ο (AM ἀσκανδάλιστος, -ον)αυτός που δεν προσκρούει σε εμπόδια, ανενόχλητοςμσν.- νεοελλ.εκείνος που δεν σκανδαλίστηκε, που δεν μπήκε σε πειρασμό ή δεν έβαλε κακό στον νου του (γνωμ., «τρώε τρώε βρεχτοκούκια, ασκαντάλιστος ο καλόγερος»)1| μσν.1. εκείνος του οποίου δεν κλονίζεται η πίστη στον Θεό2. όποιος δεν σκανδαλίζει τους άλλους3. (για πράγματα) εκείνος που δεν προκαλεί σκάνδαλο.
Dictionary of Greek. 2013.